Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

make lighter


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο lighter παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: make
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: lighter, light

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lighter n (for cigarettes)αναπτήρας ουσ αρσ
 Richard used a lighter to get the fire started.
 Ο Ρίτσαρντ χρησιμοποίησε έναν αναπτήρα για να ανάψει τη φωτιά.
lighter adj (less heavy)ελαφρύτερος επίθ
  πιο ελαφρύς περίφρ
 Nate's new car was more efficient because it was lighter.
 Το νέο αυτοκίνητο του Νέιτ ήταν πιο αποδοτικό γιατί ήταν ελαφρύτερο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lighter adj (color: paler)πιο ανοιχτόχρωμος, πιο ανοιχτός περίφρ
  πιο απαλός περίφρ
 Dan wanted to repaint his bedroom because one wall was a lighter color than the adjoining one.
lighter adj (less serious) (μεταφορικά)πιο ελαφρύς περίφρ
  πιο ανάλαφρος περίφρ
 Tom had a rough day and wanted go to a movie with a lighter tone than the one he and Mary had decided on the day before.
lighter adj (brighter)πιο φωτεινός περίφρ
  φωτεινότερος επίθ
 Ben put a lighter bulb into the porch light to illuminate the area better.
lighter n (maritime: barge)φορτηγίδα ουσ θηλ
  μαούνα ουσ θηλ
 John works at the docks loading goods onto lighters.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
light n (general: not darkness)φως ουσ ουδ
 These particular plants grow better in the light than in the dark.
 Αυτά τα συγκεκριμένα φυτά μεγαλώνουν καλύτερα στο φως παρά στο σκοτάδι.
light n (illumination)φως ουσ ουδ
 Could we have some light in the room? It's too dark.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ σκοτεινό. Χρειάζεται λίγο φως.
light n (lamp)φωτιστικό, φως ουσ ουδ
 We have three lights in this room.
 Έχουμε τρία φωτιστικά σ' αυτό το δωμάτιο.
light adj (not heavy in weight)ελαφρύς επίθ
  (επίσημο, επιστημονικό)αβαρής επίθ
 Give me the heavy bag, and you can carry the light one.
 Δώσε σε μένα τη βαριά τσάντα και πάρε εσύ την ελαφριά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές.
light adj (faint) (μεταφορικά)ελαφρύς επίθ
  αμυδρός, αχνός επίθ
 You could only see a light outline of the mountains.
 Μπορούσες να δεις μόνο ένα ελαφρύ (or: αχνό) περίγραμμα των βουνών.
light adj (easy, gentle) (μεταφορικά)ελαφρύς επίθ
 Take a little light exercise - nothing too strenuous.
 Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο.
light adj (color: pale)ανοιχτός, απαλός επίθ
 Have you seen my light blue shirt?
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα σε ανοιχτό (or: απαλό) γκρι χρώμα.
light [sth] vtr (illuminate)φωτίζω ρ μ
 He finally found the lamp to light the room.
 The mayor flipped the switch to light the Christmas tree.
 Βρήκε επιτέλους τη λάμπα για να φωτίσει το δωμάτιο.
light [sth] vtr (ignite)ανάβω ρ μ
 I will light the petrol to set off the fire.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άναψα ένα σπίρτο για να το δω να καίγεται.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
light adj (food: easy to digest)ελαφρύς επίθ
 While her husband ordered a steak, she ordered something lighter.
 Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ.
light adj (food: has few calories)light επίθ άκλ
  ελαφρύς επίθ
 This light mayonnaise doesn't have much flavour.
light adj (drink: low alcohol)ελαφρύς επίθ
 Some people prefer light beer to very alcoholic beverages.
 Μερικοί άνθρωποι προτιμούν την ελαφριά μπίρα σε σχέση με τα πιο βαριά αλκοολούχα ποτά.
light adj ([sb]: not heavily built)μικρόσωμος επίθ
 She is very strong for someone so light!
 Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη!
light adj (clothing: for warm weather)ελαφρύς επίθ
 You can wear a light jacket. It isn't too cold outside.
 Μπορείς να φορέσεις ένα ελαφρύ μπουφάν. Δεν κάνει πολύ κρύο έξω.
light adj figurative (low volume) (μεταφορικά)ελαφρύς επίθ
  μικρός επίθ
  λίγος επίθ
 There was only light trading in the commodities markets due to the holiday.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει ελαφριά κίνηση σήμερα στο κέντρο και μάλλον δεν θα δυσκολευτείς να βρεις θέση για το αυτοκίνητό σου.
light adj (low pressure)ελαφρύς, απαλός επίθ
 The masseur had a very light touch.
 Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα.
light adj figurative (not profound) (μεταφορικά)ελαφρύς επίθ
 We just engaged in light conversation, nothing serious.
 Κάναμε ελαφριά κουβεντούλα, τίποτα πολύ σοβαρό.
light adj figurative (trivial)ασήμαντος επίθ
 Sam reassured me that it was a light matter and nothing to worry about.
 Ο Σαμ με διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για ένα ασήμαντο θέμα και δεν έχω λόγο να ανησυχήσω.
light adj (soil: sandy)ελαφρύς επίθ
 Carrots are best grown in a light soil, rather than heavy clay.
 Τα καρότα ευδοκιμούν καλύτερα σε ελαφρύ χώμα, παρά σε βαρύ αργιλώδες.
light adj (delicate)ανάλαφρος, ελαφρύς επίθ
 The dancer executed some light and dainty steps.
 Ο χορευτής έκανε μερικά ανάλαφρα (or: ελαφριά), λεπτεπίλεπτα βήματα.
light adj figurative (carefree) (μεταφορικά)ανάλαφρος επίθ
 The girls liked him for his light and carefree attitude towards life.
 Άρεσε στα κορίτσια για την ανάλαφρη και ανέμελη στάση του προς τη ζωή.
light adj (of low weight capacity)ελαφρύς επίθ
 He has a licence to fly light aircraft.
 Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη.
light adj (breeze: gentle)ελαφρύς, απαλός επίθ
 It will be mainly sunny, with a light breeze.
 Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι.
light adv (without burdens)ελαφριά επίρ
 She traveled light, carrying only a small case.
 Ταξίδευε ελαφριά, μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα.
light adv poetic (lightly)ανάλαφρα επίρ
 She walked so light that she barely left a footprint.
 Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που σχεδόν δεν άφηνε πατημασιές στο έδαφος.
light n (light bulb)λάμπα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φως ουσ ουδ
  (επίσημο)λαμπτήρας ουσ αρσ
 The light has burned out in the kitchen. Can you replace it?
 Κάηκε η λάμπα της κουζίνας. Μπορείς να την αλλάξεις;
light n (daylight)φως ουσ ουδ
  μέρα ουσ θηλ
 You had better go to the shop while there is still light.
 Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο έχει ακόμα φως.
 Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα.
light n (traffic light)φανάρι ουσ ουδ
 The traffic stopped when the light turned red.
 Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν όταν το φανάρι έγινε κόκκινο.
light n (street lamp)φως ουσ ουδ
 They installed lights on the street to make it safer to walk at night.
 Πέρασαν φώτα στο δρόμο, για να είναι ασφαλέστερο το περπάτημα τη νύχτα.
light n (car: headlight)φως ουσ ουδ
  (επίσημο)προβολέας ουσ αρσ
 When it got dark, he turned the car's lights on.
 Όταν σκοτείνιασε, άναψε τα φώτα του αυτοκινήτου.
light n (lighthouse)φάρος ουσ αρσ
 The sailors were most relieved when they saw the Sambro Island Light in the distance.
 Οι ναύτες ανακουφίστηκαν μόλις είδαν το φάρο του νησιού στο βάθος.
light n (flame)φως ουσ ουδ
 He could see her face in the light of the candle.
 Κατάφερε να δει το πρόσωπό της στο φως του κεριού.
light n figurative (viewpoint) (μεταφορικά)οπτική, σκοπιά ουσ θηλ
  (μεταφορικά)οπτική γωνία επίθ + ουσ θηλ
 He always saw things in a negative light.
 Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική.
light n (luminary) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 She is a leading light in the art world.
 Είναι πρωτοπόρος στον χώρο των τεχνών.
light n (gleam)λάμψη ουσ θηλ
 She saw the light in his eyes and knew he had a good idea.
 Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα.
light n (art: effect)φως ουσ ουδ
 Look at the light on the woman's face in this painting.
 Κοίταξε το φως στο πρόσωπο της γυναίκας σ' αυτόν τον πίνακα.
light n (small window)παράθυρο ουσ ουδ
  (κατά λέξη)παραθυράκι ουσ ουδ
 Don't open the big window, just the corner light.
 Μην ανοίξεις το μεγάλο παράθυρο, μόνο το γωνιακό παραθυράκι.
a light n (fire to light a cigarette, etc.) (μεταφορικά)φωτιά ουσ θηλ
 Hey, do you have a light?
 Συγγνώμη, μήπως έχεις φωτιά;
lights npl (animal lungs as food)συκώτι ουσ ουδ
  (συνήθως για πουλερικά)συκωτάκια ουσ ουδ πλ
 Cook the lights for an hour in the stock.
lights npl (decorative)φωτάκια ουσ ουδ πλ
 We put the tinsel and lights on the Christmas tree.
light vi (take fire)ανάβω ρ αμ
 He threw on a match and the bonfire lighted.
 Πέταξε ένα σπίρτο και η φωτιά άναψε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
light | lighter
ΑγγλικάΕλληνικά
light on [sth],
light upon [sth]
vtr phrasal insep
(find, discover [sth])βρίσκω ρ μ
 Ned lit on the perfect solution to his problem.
light out vi phrasal (leave, set off) (καθομιλουμένη)του δίνω έκφρ
  την κάνω έκφρ
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άκουσα τα βήματα του διευθυντή. Ας του δίνουμε.
light up vi phrasal figurative (brighten with joy) (μεταφορικά)φωτίζομαι, λάμπω, αστράφτω ρ αμ
 Her face lit up when she heard that her father was returning.
 Το πρόσωπό της φωτίστηκε (or: έλαμψε) όταν άκουσε ότι ο πατέρας της θα επέστρεφε.
light up vi phrasal (become brighter)φωτίζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)φωτίζω ρ αμ
 Give it a moment and the room will light up.
 Περίμενε μια στιγμή και θα φωτιστεί το δωμάτιο.
light [sth] up,
light up [sth]
vtr phrasal sep
figurative (brighten) (μεταφορικά)φωτίζω ρ μ
  (μεταφορικά)δίνω φως σε, δίνω λάμψη σε έκφρ
 I love you - you light up my life.
 Σ' αγαπώ γιατί φωτίζεις τη ζωή μου.
 Σ' αγαπώ γιατί δίνεις φως στη ζωή μου.
light up vi phrasal informal (light a cigarette) (καθομιλουμένη)ανάβω τσιγάρο έκφρ
 When she pulled out a cigarette and lit up, several people left the room.
 ΝEW: Άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να μας λέει την ιστορία της.
light up [sth] vtr phrasal insep informal (cigarette: apply flame)ανάβω ρ μ
 Rob lit up a cigarette.
 Ο Ρομπ άναψε ένα τσιγάρο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lighter | light
ΑγγλικάΕλληνικά
cigarette lighter,
also US: cigaret lighter
n
(device producing flame to light cigarettes)αναπτήρας ουσ αρσ
  (ξεπερασμένο)τσακμάκι ουσ ουδ
 He uses his cigarette lighter to pop off the tops of beer bottles.
gas lighter n (device: produces flame)αναπτήρας ουσ αρσ
 Ian lit the stove with a gas lighter.
lighter fluid n (combustible fluid)υγρό αναπτήρα φρ ως ουσ ουδ
lighter-than-air,
lighter than air
adj
(less dense than air)πιο ελαφρύς από τον αέρα φρ ως επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun.
Zippo,
Zippo lighter
n
® (cigarette lighter)Zippo ουσ αρσ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση make lighter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «make lighter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!